-
1 κυβηλιστής
κυβηλιστής, ὁ, nach Hesych. Taugenichts, κακοῦργος; Suid. erkl. ἀγερσικύβηλις durch τὸν ἀγύρτην καὶ κυβηλιστήν.
1 κυβηλιστής
κυβηλιστής, ὁ, nach Hesych. Taugenichts, κακοῦργος; Suid. erkl. ἀγερσικύβηλις durch τὸν ἀγύρτην καὶ κυβηλιστήν.